- ταυροφανής
- ταυροφανήςbull-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυροφανής — ές, Α αυτός που έχει την εμφάνιση ταύρου, που μοιάζει με ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ἐλεφαντο φανής] … Dictionary of Greek
ταυροφανές — ταυροφανής bull like masc/fem voc sg ταυροφανής bull like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek